Καρκίνος μαστού
O καρκίνος του μαστού είναι ο συνηθέστερος των καρκίνων της γυναίκας. Όταν διαγνωστεί και θεραπευθεί έγκαιρα
υπάρχει περίπτωση πολλές ασθενείς να ιαθούν πλήρως.
Οι λεγόμενες συνδυαστικές θεραπείες αποτελούνται απο συνδυασμό χειρουργικής επέμβασης, φαρμακευτικής αγωγής (κυτταροστατικά και αντιορμονικά σκευάσματα) καθώς και χρήση ακτινοβολίας.
Προσφάτως μάλιστα, προστέθηκαν νέες θεραπείες. Πρόκειται για τις λεγόμενες στοχευμένες θεραπείες. Επιτίθενται στοχευμένα στα καρκινικά κύτταρα όπως για παράδειγμα τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Συχνότητα
Όσο μεγαλύτερη είναι μια γυναίκα τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού. Απο την ηλικία των 40 και κυρίως απο την ηλικία των 50 ένας μεγάλος αριθμός γυναικών πάσχει. Η ασθένεια παρουσιάζεται στις περισσότερες ασθενείς μετά την κλιμακτήριο. Ωστόσο δεν αποκλείεται να εμφανιστεί σε γυαίκες με ηλικία μικρότερη των 40 ετών.
Είδη καρκίνου μαστού
Μέσω του παθολογοανατομικού ελέγχου προκύπτει και η αντίστοιχη ιστολογική κατηγοριοποίηση. Βάσει αυτής περιγράφεται ο πυρήνας του όγκου και η μορφή των κυτταρικών αλλοιώσεων. Μπορεί να διακρίνει κανείς επίσης αν ένας όγκος περιορίζεται στην αρχική εστία προσβολής ή αν έχει επεκταθεί έστω και λίγο. Τυπικές κατηγοριοποιήσεις βάσει των δύο αυτών χαρακτηριστικών είναι το θηλώδες καρκίνωμα το διηθητικό λοβιακό ή το μη διηθητικό in situ καρκίνωμα.
Το λεγόμενο TNM System καταδεικνύει το κατα πόσον ο όγκος έχει επεκταθεί τοπικά (T) αν έχουν προσβληθεί λεμφαδένες (Ν) κι αν υπάρχουν μεταστάσεις (M). Μια επιπλέον συμπλήρωση της αναφοράς TΝΜ μπορεί να καταδείξει την επέκταση στους λεμφαδένες και τα αιμοφόρα αγγεία.
Η υποδεκτικότητα ενός όγκου σε ορμόνες (προγεστερόνη, οιστρογόνα) οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων μπορεί να οριστεί στο εργαστήριο. Μέσω αυτού του ορισμού μπορεί να προβλεφθεί η εξέλιξη της νόσου. Πέραν τούτου η υποδεκτικότητα ή μη ενός όγκου σε ορμόνες, παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατάλληλη επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής.
Οι υποδοχείς HER2 οι οποίοι βρίσκονται στα καρκινικά κύτταρα προσφέρονται ως διασυνδέσεις για παράγοντες ανάπτυξης. Οι παράγοντες αυτοί υποκινούν τη διάσπαση του καρκινικού κυττάρου. Σε περίπτωση παρουσίας πολλών HER2 υποδοχέων η νόσος εξελίσσεται συχνά επιθετικότερη. Το HER2-Status ενός όγκου στις ημέρες μας μπορεί να οριστεί. Ανάλογα με το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει χρήση ειδικής φαρμακευτικής θεραπείας με την οποία επιτυγχάνεται αναστολή των υποδοχέων κι έτσι παρεμποδίζεται η εξέλιξη του όγκου.
Παράγοντες κινδύνου
Τα ακριβή αίτια εκδήλωσης καρκίνου του μαστού μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν είναι γνωστά. Ωστόσο γνωρίζουμε συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν στην εκδήλωση της νόσου. Δυστυχώς μέχρι στιγμής, η αλληλεπίδραση των παραγόντων αυτών, έχει διαφωτιστεί ελάχιστα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ κάποιοι παράγοντες μπορούν να επηρεαστούν κάποιοι άλλοι αντιθέτως δεν επηρεάζονται. Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου είναι:
- Υπερβολικό βάρος: Υπέρβαρες γυναίκες ασθενούν συχνότερα από αυτές οι οποίες διατηρούν το φυσιολογικό τους βάρος. Το υπερβολικό βάρος, ιδίως μετά την κλιμακτήριο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο. Η κατανάλωση πολυάριθμων ζωικών λιπών φαίνεται επίσης να αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης καρκίνου του μαστού. Η προστατευτική δράση φρούτων και λαχανικών καθώς και η επενέργεια των φυτοοιστρογόνων δεν είναι ακόμη σαφείς.
- Αλκοόλ: Όσο περισσότερο αλκοόλ καταναλώνεται, τόσο υψηλότερα είναι τα ποσοστά επικινδυνότητας εκδήλωσης καρκίνου του μαστού.
- Το κάπνισμα, ιδίως σε νέες γυναίκες, μπορεί επίσης να λειτουργήσει επιβαρυντικά και να συμβάλλει στην εκδήλωση της νόσου. Ο συσχετισμός αυτός παύει να είναι ξακάθαρος σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Αναμφίβολα το κάπνισμα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου των πνευμόνων.
- Γεννητικές ορμόνες όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη μπορούν επίσης να παίξουν ρόλο σε ενδεχόμενη εκδήλωση καρκίνου του μαστού. Η μακροχρόνια λήψη αντισυλληπτικών για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει ελαφρώς τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου. Ταυτόχρονα ωστόσο, το αντισυλλυπτικό χάπι προσφέρει μια ελαφρώς υψηλότερη προστασία έναντι άλλων τύπων καρκίνου, όπως για παράδειγμα ο καρκίνος των ωοθηκών.
- Κατόπιν συνεχούς και μακρόχρονης θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης κατά την εμμηνόπαυση (θεραπεία με οιστρογόνα) μπορεί επίσης να αυξηθεί ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού. Εάν η ορμονοθεραπεία διακοπεί, ο κίνδυνος μειώνεται κι επανέρχεται μετά από ορισμένα χρόνια στο μέσο επίπεδο. Σε περίπτωση που η εφηβεία ή η εμμηνόπαυση εμφανιστούν αργότερα από το αναμενόμενο, αυτό μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο.
- Άτεκνες γυναίκες καθώς και γυναίκες οι οποίες έχουν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί σε ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου. Κυήσεις καθώς και τοκετοί μπορούν να είναι ευεργετικές ως προς τη μείωση του κινδύνου. Όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα θηλασμού τόσο περισσότερο προστατεύεται μια γυναίκα.
Σε περίπου 10 % όλων των περιστατικών καρκίνου του μαστού τα γονίδια παίζουν ουσιαστικό ρόλο. Αλλαγές (μεταλλάξεις) στο γονίδιο BRCA-1 και BRCA-2 μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο. Μια συσσώρευση περιπτώσεων καρκίνου ωοθηκών καθώς και μαστού εντός της οικογένειας μπορεί να αποτελέσει μια πρώτη ένδειξη αυξημένου κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου του μαστού. - Ως φορέας μεταλλαγμένων γονιδίων το ανθρώπινο σώμα είναι πιο επιρρεπές σε εξωτερικούς παράγοντες κινδύνου. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, τα γονίδια έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν κι έμμεσα στην ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού.
Συμπτώματα
Σε αρχικό στάδιο ο καρκίνος του μαστού μπορεί να μην προξενεί καμία ενόχληση. Κάποια συμπτώματα ωστόσο μπορούν να αποτελούν ενδείξεις καρκίνου και οφείλουν να διερευνηθούν. Παρ΄όλα αυτά, η εμφάνιση συμπτωμάτων ή ενοχλήσεων σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει οπωσδήποτε να σημαίνει και την ύπαρξη καρκίνου του μαστού. Όσο νωρίτερα ανιχνεύεται ο καρκίνος του μαστού, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες ίασης.
Απευθυνθείτε άμεσα στον ιατρό σας, σε περίπτωση που παρατηρήσετε ένα ή και περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- μη μετατοπίσιμο Εξόγκωμα, ογκίδιο ή σκλήρυνση στην περιοχή του μαστού ή της μασχάλης το οποίο δεν προκαλεί πόνο.
- Έκκριση υγρών ή αίματος από τη θηλή του μαστού.
- Διόγκωση λεμφαδένων της μασχάλης.
- Έλξη του δέρματος ή της θηλής προς το εσωτερικό του μαστού (εισολκή δέρματος).
- Αλλοιώσεις του δέρματος (όψη φλοιού πορτοκαλιού).
- Ερυθρότητα, φλόγωση, ευαισθησία ή πόνοι στο στήθος.
- Αλλαγή μεγέθους ή μορφής του στήθους
Υπάρχουν κι άλλα συμπτώματα τα οποία μπορoύν να υποδεικνύουν μια ασθένεια. Σε περίπτωση που παρατηρήσετε οποιαδήποτε σωματική αλλαγή, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή του στήθους, θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει μια διευκρίνιση από τον γυναικολόγο σας.
Έγκαιρη διάγνωση
Η αυτοεξέταση αποτελεί ένα μέσο για την ανίχνευση του καρκίνου του μαστού. Πολυάριθμες μελέτες καταδεικνύουν ότι πολλά περιστατικά καρκίνου του μαστού ανακαλύφθηκαν από τις ίδιες τις ασθενείς. Μια φορά το μήνα μαστοί και μασχάλες εξετάζονται οπτικά αλλά και ψηλαφητικά.
Γυναίκες άνω των 20 ετών οφείλουν να αυτοεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Στις γυναίκες ηλικίας από 40 ετών και άνω συνιστάται μια μαστογραφία ανα έτος. Σε αντίθεση με την ψηλάφηση, η μαστογραφία αποτελεί μια αποτελεσματική μέθοδο ανίχνευσης πολύ μικρών όγκων ακόμη κι αν οι κατά τα άλλα υγιείς γυναίκες δεν παρουσίαζουν κανένα άλλο σύμπτωμα.
Ψηλάφηση στήθους
Οι περισσότερες μάζες που ψηλαφώνται στον μαστό εξαρτώμενες και μη από τον έμμηνορρυσιακό κύκλο είναι αβλαβείς. Σε καμία περίπτωση δεν είναι όλες οι διογκώσεις κακοήθεις. Από κύτταρα λιπώδους, αδενικού καθώς και συνδετικού ιστού μπορούν να προκύψουν ακίνδυνοι όγκοι. Παρ' όλα αυτά, είναι απαραίτητο να επισκεφθείτε άμεσα τον γυναικολόγο σας, σε περίπτωση που ανιχνεύσετε ή ψηλαφήσετε οποιαδήποτε αλλαγή, προκειμένου να διευκρινιστούν τα ακριβή της αίτια.
Υπερηχογράφημα
Κάνοντας χρήση υπερηχητικών κυμάτων απεικονίζουμε συγκεκριμένες δομές του ιστού. Το υπερηχογράφημα συμπληρώνει την μαστογραφία καθώς και την ψηλάφηση του μαστού, ιδίως όταν η διάγνωση παραμένει ακόμη ασαφής.
Μαστογραφία
Συμπτώματα όπως ψηλαφητές διογκώσεις, δερματικές αλλοιώσεις στο στήθος ή εκκρίσεις υγρών από τη θηλή μπορούν να δεκρινιστούν καλύτερα με τη βοήθεια μιας μαστογραφίας . Η μαστογραφία αποτελεί μέχρι στιγμής την αποτελεσματικότερη μέθοδο. Η μαστογραφία χρησιμοποιείται και σε μη νοσούσες – υγιείς γυναίκες και χρησιμεύει ως προληπτική εξέταση. Η μέθοδος αυτή δεν παρέχει πάντοτε ένα απολύτως αξιόπιστο αποτέλεσμα, καθότι αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.
Βιοψία
Με το μικροσκόπιο εξετάζεται ένα δείγμα ιστού. Έτσι μπορεί να διαπιστωθεί εάν πρόκειται για μια καλοήθη αλλοίωση, ένα προστάδιο καρκίνου ή τελικώς για καρκίνο. Σε περίπτωση που πρόκειται για καρκίνο, εξετάζεται η εξάρτηση του όγκου από ορμόνες (οιστρογόνα και προγεστερόνη) το κατά πόσον πρόκειται δηλ. για μια ορμονοεξαρτώμενη καρκινογένεση. Επιπλέον εξετάζεταιι η ύπαρξη συγκεκριμένων παραγόντων ανάπτυξης, η κατάσταση του ΗΕR-2, ενός υποδοχέα που βρίσκεται στα κύτταρα και υπο συγκεκριμένες συνθήκες τα προτρέπει να διαιρεθούν και να αναπτυχθούν, καθώς και άλλοι παράγοντες.Κατ΄ αυτόν τον τρόπο προκύπτει μια πρώτη κατηγοριοποίηση του όγκου.
Χειρουργική επέμβαση
Η επέμβαση πραγματοποιείται συνήθως αμέσως μετά τη διάγνωση. Σε περισσότερο από τα δύο τρίτα των χειρουργικών επεμβάσεων ο μαστός μπορεί να διατηρηθεί. Σε περίπτωση όμως που το στήθος πρέπει να αφαιρεθεί πλήρως (μαστεκτομή), είναι δυνατόν να ανακατασκευαστεί με ένα εμφύτευμα. Συχνά η ανάπλαση μαστού γίνεται αμέσως μετά την χειρουργική επέμβαση μαστεκτομής.
Ορισμένες φορές γίνεται προσπάθεια να συρρικνωθεί ο όγκος μέσω φαρμακευτικής αγωγής ή θεραπείας με ακτινοβολία. Στη συνέχεια αφαιρείται χειρουργικά. Στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η πλήρης αφαίρεση του όγκου . Γι αυτό τον λόγο αφαιρείται μέρος του περιβάλλοντα υγιή ιστού. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια εκτομής περιέχουν καρκινικά κύτταρα. Αυτό καθιστά απαραίτητη μια δεύτερη επέμβαση.
Προκειμένου να αποφευχθεί πιθανή εξάπλωση καρκινικών κυττάρων η οποία θα οδηγούσε σε μετάσταση κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης αφαιρούνται και λεμφαδένες από την ευρύτερη περιοχή. Συχνά αρκεί η αφαίρεση λίγων μόνο λεμφαδένων. Μετά τη διαδικασία της αφαίρεσης, και ήδη κατά τη διάρκεια της επέμβασης οι λεμφαδένες εξετάζονται σε ιστολογικό επίπεδο.
Χημειοθεραπεία
Στόχος μιας χημειοθεραπείας είναι η καταστροφή όλων των καρκινικών κυττάρων που βρίσκονται στον οργανισμό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της παρεμπόδισης της διαίρεσης του κυττάρου. Η χημειοθεραπεία αποτελεί συμπλήρωμα μιας ενδεχόμενης εγχείρησης και μπορεί να θεωρηθεί ως επιπρόσθετη θεραπεία.
Καθότι ο ρυθμός πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων είναι σχετικά γρήγορος τα χημειοθεραπευτικά είναι ιδιαίτερα δραστικά ενάντια σε αυτή τη διαδικασία. Τα θεραπευτικά αυτά δυστυχώς επιτίθενται και σε υγιή, γρήγορα πολλαπλασιαζόμενα κύτταρα. Έτσι, σχεδόν πάντοτε μια χημειοθεραπεία συνοδεύεται απο παρενέργειες.
O βαθμός έντασης των παρενεργειών εξαρτάται από το είδος και την δοσολογία των φαρμάκων, την γενικότερη σωματική κατάσταση της ασθενούς αλλά και την ίδια την ασθένεια.
Ακτινοθεραπεία
Η χρήση ακτινοβολίας έχει ως σκοπό, να βλάψει τα καρκινικά κύτταρα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτά τελικώς να καταστραφούν. Το γενετικό υλικό των καρκινικών κυττάρων δέχεται επίθεση από υψηλής δόσης ακτινοβολία, όπως για παράδειγμα ακτίνες-Χ.
Εξαιτίας του ότι τα καρκινικά κύτταρα διαθέτουν έναν όχι και τόσο καλό μηχανισμό επιδιόρθωσης, η προκύπτουσα ζημιά δεν μπορεί να επανορθωθεί. Ως αποτέλεσμα, το καρκινικό κύτταρο πεθαίνει. Μαζί με τη χειρουργική επέμβαση και την φαρμακευτική θεραπεία, η ακτινοθεραπεία είναι μια από τις πιο συχνές θεραπείες για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού.
Η διάρκεια και η δόση μιας θεραπείας ακτινοβολίας διαφοροποιούνται αρκετά. Εάν παρά τη χειρουργική επέμβαση το στήθος δεν έχει αφαιρεθεί, τότε εφαρμόζεται σχεδόν πάντοτε ακτινοθεραπεία. Σε σπάνιες περιπτώσεις γίνεται χρήση ακτινοβολίας, ακόμη κι αν τελικώς το στήθος της ασθενούς έχει αφαιρεθεί. Σε αυτή την περίπτωση η χρήση ακτινοβολίας συνδυάζεται συχνά και με μια χημειοθεραπεία. Ορισμένες φορές αυτή η μορφή θεραπείας χρησιμοποιείται ακόμη και χωρίς κάποια χειρουργική επέμβαση.
Ορμονική θεραπεία
Περίπου το 70 % του συνόλου των περιστατικών καρκίνου του μαστού αναπτύσσεται κι εξαρτάται από ορμόνες. Μιλάμε για την ομορμονοεξαρτώμενη καρκινογένεση. Τα καρκινικά κύτταρα φέρουν ειδικούς υποδοχείς για τις σεξουαλικές ορμόνες δηλαδή τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη. Κάνοντας χρήση δείγματος ιστού μπορούμε να αποδείξει κανείς εργαστηριακά εαν αυτοί οι υποδοχείς ορμονών υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό σε έναν όγκο. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο, υπάρχει η δυνατότητα να ανακοπεί η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Σε γενικές γραμμές, διακρίνονται τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες δραστικών ουσιών:
- Φαρμακευτικά ανάλογα της ορμόνης GnRH
- Αντιοιστρογόνα
- Αναστολείς Αρωματάσης
- Προγεσταγόνα (ωχρινικές ορμόνες)
Αποθεραπεία
Κατόπιν θεραπείας του καρκίνου του μαστού ακολουθούν τακτικοί ιατρικοί έλεγχοι. Σκοπός των ελέγχων αυτών είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη ανίχνευση μιας ενδεχόμενηςυποτροπής της νόσου. Ταυτόχρονα μπορούν να διενεργούνται αυτοεξετάσεις, ιατρικές εξετάσεις, μαστογραφίες, υπερηχογραφήματα καθώς επίσης ορισμένες φορές κι εργαστηριακές εξετάσεις.
Η αποθεραπεία πρέπει προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες επιθυμίες αλλά και την ασθένεια της κάθε ασθενούς.
Κληρονομικός καρκίνος μαστού
Πολλές γυναίκες έχουν στην οικογένειά τους συγγενείς οι οποίοι πάσχουν από καρκίνο μαστού. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για τυχαία συσσώρευση περιστατικών καρκίνου του μαστού. Ωστόσο σε ένα 10% όλων των γυναικών που έχουν νοσήσει, η εκδήλωση της νόσου έχει προκληθεί από εγγενείς παθολογικές μεταλλάξεις συγκεκριμένων γονιδίων.
Πρόκειται κυρίως για μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 (link BRCA1,BRCA2). Προσφάτως βρέθηκαν κι άλλα γονίδια τα οποία θεωρούνται ύποπτα να προκαλούν καρκίνο του μαστού. Οι γονιδιακές μεταλλάξεις μπορούν να κληρονομηθούν απο τη μία γεννιά στην άλλη. Άνθρωποι οι οποίοι φέρουν το μεταλλαγμένο αυτό γονίδιο μπορούν να νοσήσουν ήδη πρίν το 50ο έτος της ηλικίας τους από καρκίνο μαστού ή ωοθηκών. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι φορείς μεταλλαγμένων γονιδίων θα νοσήσουν υποχρεωτικά από καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της ζωής τους.